- πηρόδετος
- πηρό-δετος, ον,A binding a wallet,
ἱμάς AP9.150
(Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱμάς AP9.150
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηρόδετος — ον, Α (για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήρα («πηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό δετος, παγό δετος] … Dictionary of Greek
πηροδέτῳ — πηρόδετος binding a wallet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)